- άμιλλα
- ησυναγωνισμός, προσπάθεια: Στους αγώνες επικράτησε πνεύμα ευγενικής άμιλλας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἁμίλλα — ἁμίλλᾱ , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅμιλλα — contest for superiority fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμιλλα — η (Α ἅμιλλα) 1. αγώνας για την υπεροχή, προσπάθεια δύο ή περισσοτέρων για υπερτέρηση, συναγωνισμός, ανταγωνισμός 2. αμοιβαίος ζήλος, αγώνας, προσπάθεια αρχ. 1. (με επίθ.) «ἅμιλλα φιλόπλουτος, πολύτεκνος» αγώνας για πλούτη, για παιδιά 2. φρ.… … Dictionary of Greek
ἁμιλλᾷ — ἁμιλλάομαι compete pres subj mp 2nd sg ἁμιλλάομαι compete pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμίλλας — ἁμίλλᾱς , ἅμιλλα contest for superiority fem acc pl ἁμίλλᾱς , ἅμιλλα contest for superiority fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἅμιλλ' — ἅμιλλα , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc sg ἅμιλλαι , ἅμιλλα contest for superiority fem nom/voc pl ἅμιλλε , ἅμιλλος masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλᾶι — ἁμιλλᾷ , ἁμιλλάομαι compete pres subj mp 2nd sg ἁμιλλᾷ , ἁμιλλάομαι compete pres ind mp 2nd sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλάσθων — ἁμιλλά̱σθων , ἁμιλλάομαι compete pres imperat mp 3rd pl ἁμιλλά̱σθων , ἁμιλλάομαι compete pres imperat mp 3rd dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμίλλαι — ἁμίλλᾱͅ , ἅμιλλα contest for superiority fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁμιλλαθῶ — ἁμιλλᾱθῶ , ἁμιλλάομαι compete aor subj mp 1st sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)